- φιλορήτωρ
- και δ. γρφ. φιλορρήτωρ, -ορος, ὁ, Ααυτός που αγαπά την ρητορική τέχνη ή τους ρήτορες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ῥήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλορήτορας — φιλορήτωρ fond of rhetoric masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλορήτορες — φιλορήτωρ fond of rhetoric masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλορρήτωρ — ορος, ὁ, Α βλ. φιλορήτωρ … Dictionary of Greek